- κοσμόφρων
- κοσμόφρων, -ον (ΑM)αυτός που φροντίζει για τα γήινα, για τα πράγματα τού κόσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -φρων, εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν- (πρβλ. (φρέν-ες), πρβλ. θεό-φρων, τυραννό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.